ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Μ. ΜΠΟΤΣΑΡΗ — Σημαντική ἑνότητα 17 ἐγγράφων τῆς οἰκογένειας τοῦ Μάρκου Μπότσαρη.
Τιμή εκτίμησης: € 30.000 - 40.000Σημαντική ἑνότητα 17 ἐγγράφων τῆς οἰκογένειας τοῦ Μάρκου Μπότσαρη, πού περιλαμβάνει: μία αὐτόγραφη ἐπιστολή τοῦ ἥρωα μέ τήν ὑπογραφή του («μάρκο / μπότζαρις») πρός τούς Σουλιῶτες καί μία μέ τήν ὑπογραφή του («ος υώσου [ὡς υἱός σου] / μάρκο / μπότζαρις») πρός τή θεία του Μάρω στήν Ἀνκόνα (Πλέσα, 24.12.1820, καί Μεσολόγγι, 7.11.1822), ἀντίγραφο ἐπιστολῆς μάλλον τοῦ Μ. Μπότσαρη (Σούλι, 11.5.1822), ὀκτώ ἐπιστολές τοῦ Κώστα Μπότσαρη πρός τή θεία του Μάρω (Κέρκυρα, 22.12.1822, Γαστούνη, 10. & 29.11.1824, Ναύπλιο, 10.11.1826, Πόρος, 25.3.1827, Φάληρο, 29.4.1827, Ἄργος, 13.7.1829, καί Πάτρα, 9.6.1830) καί μία πρός τή νύφη του καί χήρα τοῦ Μ. Μπότσαρη [Χρυσούλα] (Ναύπλιο, 3.3.1825), μία ἐπιστολή μέ ὑπογραφή «γεωργιος δορουτοισιος [Δουρούτης]» πρός τόν «Νικόλαο Ἰωαννίδη Μιλλωνᾶ» μέ κατάσταση τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας Μπότσαρη πού βρίσκονταν στήν Ἀνκόνα (Ἀνκόνα, 23.2.1824, στήν πίσω ὄψη αὐτόγραφη σημείωση τοῦ Γάλλου συγγραφέα St Hilaire), δύο ἐπιστολές τοῦ Σουλιώτη Χρίστου Ἀνδρέου, συνοδοῦ τοῦ Δημ. Μ. Μπότσαρη στό Μόναχο, πρός τή Μάρω Μπότσαρη (στήν πρώτη ὑπογράφει «Χριστος αντρες», Κέρκυρα, 18.4.1825, ἡ δεύτερη γραμμένη ἀπό δυό χέρια, Μόναχο, 13.8.1827, στό περιθώριο γράφει καί ὁ μικρός Δημήτριος), μία ἐπιστολή τοῦ Δημ. Μ. Μπότσαρη πρός τή μητέρα του (Κέρκυρα, 29.12. 1826), ἀπόδειξη εἴσπραξης 60 ταλήρων πού καταβλήθηκαν κατ’ ἐντολή τοῦ Βιάρου Καποδίστρια στή χήρα τοῦ Μπότσαρη, ὡς οἰκονομική βοήθεια γιά τούς μῆνες Δεκ. 1827 καί Ἰαν. 1828 (ὑπογράφει ἡ κόρη της Βασιλική Μπότσαρη, Ζάκυνθος 14./26.1.1828). • 22 συνολικά σελίδες, διάφορα μεγέθη (σελοτέιπ στην επιστολή του Χρίστου Ανδρέου από το Μόναχο). [μαζί:] Ἐπικυρωμένο ἀντίγραφο ἐγγράφου τῆς Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Ἑλλάδος πρός τόν Νότη Μπότσαρη μέ ὁδηγίες γιά τήν καταστολή τῆς ἀνταρσίας τοῦ Κίτσου Τζαβέλλα στήν Πάτρα (Ναύπλιο, 16.5.1832), ἔγγραφο σχετικά μέ χρέος τῆς Βρεστενίτσας πρός τήν Τούσενα Μπότσαρη (Ἄρτα, 1.5.1833, μέ ἐπικύρωση ὑπογραφῶν ἀπό τό βρετανικό προξενεῖο τῆς πόλης), βιογραφικό τοῦ στρατηγοῦ Δημ. Ν. Μπότσαρη (1808-1892), ἐπιστολή του πρός τό γιό του Μάρκο (Κέρκυρα, 19.10.1870), κ.ἄ. (25) • Έχοντας καταφέρει να ελευθερώσει τα μέλη της οικογένειάς του που κρατούνταν από τους Τούρκους, ο Μάρκος Μπότσαρης αποφάσισε να τους στείλει για ασφάλεια στην Ανκόνα. Από εκεί πέρασαν τον Αύγουστο του 1824 στην Κέρκυρα και κατόπιν στη Ζάκυνθο, για να εγκατασταθούν τελικά το καλοκαίρι του 1830 στην Πάτρα. Οι επιστολές του Κώστα Μπότσαρη, που μετά το θάνατο του Μάρκου έγινε προστάτης της οικογένειας του αδελφού του, αναφέρονται κυρίως σε τρέχουσες υποθέσεις, αλλά και στο ζήτημα της εκπαίδευσης του γιου του ήρωα Δημητρίου, την οποία είχαν προσφερθεί να αναλάβουν οι βασιλικές αυλές της Γαλλίας, της Βαυαρίας και της Ρωσίας. Στην επιστολή του από το Φάληρο ο Κώστας Μπότσαρης δίνει την ακόλουθη περιγραφή της φονικής μάχης του Ανάλατου: «... Ἡ 24. τοῦ ἤδη ἀποπνέοντος, ἡμέρα ἥτις ἔπρεπε ν’ ἀποφασίσῃ τήν τύχην τῆς ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν καί ἀκολούθως τῆς ὅλης Ἑλλάδος, ἔγινεν ἡ πλέον πένθιμος καί ἀποφράς γενικῶς, καί μερικώτερον διά τό Σούλι. Κατά ταύτην ἔγινεν ἀπόβασις εἰς ἕν μέρος πρός τά δεξιά τοῦ φαληρέως μιᾶς δυνατῆς Κολόννας διά νά προχωρήσῃ ὡς ἔγγιστα τῆς Ἀκροπόλεως. Ἡ ἀπόβασις ἔγινε θαυμασίως καί ἡ προχώρησις ὅσον δέν ἠλπίζετο πλησίον. Ἡ πληθύς ὅμως τοῦ στρατεύματος ἔκαμε νά βραδύνῃ ἡ τελεία ἀπόβασις ἕως τό πρωΐ, καί οὕτως ὁ ἐχθρός δέν μᾶς ἔδοσε καιρόν νά ὀχυρωθῶμεν ὡς ἔπρεπε. Τό πρῶτον ἀπ’ ὅλα τά ταμπούρια ἦτο τό ἐδικόν μας, καί ἄλλα τρία εἰς τήν σειράν, καί ἀκολούθως ἄλλα. Ὁ ἐχθρός ἀφοῦ πρῶτα ἀπό ὑψηλούς τόπους κατεσκόπευσε τήν κατάστασίν μας, περίπου δύω ὥρας, ὥρμησε πανστρατιᾷ μέ πεζούς καί ἱππεῖς ἐπάνω εἰς τό ταμπούρι τῶν ἐδικῶν μας, τό ὁποῖον καί διά τήν θέσιν δέν ἦτον τόσον δυνατόν, καί ὁ καιρός δέν ἐσυγχώρησε νά ὀχυρωθῇ ὡς ἔπρεπεν. Ἐβάσταξαν οἱ ἡμέτεροι τήν πρώτην ὁρμήν μέ καρτερίαν καί ἔστρωσαν πολλούς κατά γῆς, ἀλλά μετά δευτέραν καί τρίτην ὁρμήν εἰσεπήδησαν οἱ ἐχθροί, καί κατήντησεν ὁ πόλεμος εἰς τά χέρια καί εἰς τήν διαφέντευσιν τοῦ σπαθιοῦ, καί κατεσφάγησαν ὅλοι οἱ ἡμέτεροι μέχρι ἐσχάτου. Ἐγώ κατά ταύτην τήν στιγμήν εἶχα ἔβγη διά νά θεωρήσω τ’ ἄλλα ταμπούρια καί δέν εἶχα προχωρήσει οὐδέ βολήν πιστόλας, ὅτ’ ἔγινεν ἡ ἔφοδος. Ταυτοχρόνως ἐπέπεσαν οἱ ἐχθροί καί εἰς τ’ ἄλλα ταμπούρια καί δίχως πολλήν ἀνθίστασιν τά ἔτρεψαν εἰς φυγήν. Τότε δέ κ’ ἐγώ ἔφθασα εἰς τόν ἔσχατον κίνδυνον, καί δέν ἤθελα διασωθῆ ἄν δέν εὑρίσκετο ἕν ἄλογον νά καβαλλικεύσω...». Στη συνέχεια απαριθμεί τους πολυάριθμους νεκρούς στις τάξεις των Σουλιωτών και καταλήγει: «Ὁ θάνατος εἶναι κοινόν πρᾶγμα καί ἀναπόφευκτον, ὁ ὑπέρ Πατρίδος μάλιστα εἶναι ὁ γλυκύτερος καί τόν ὁποῖον πρέπει κάθε φρόνιμος νά ὑπομείνῃ ἀγόγγιστα. Ὑπομείνατε λοιπόν καί σεῖς μέ μεγαλοψυχίαν καί παρηγορεῖτε ἀλλήλους διά τό κοινόν αὐτό δυστύχημα...». Στο ίδιο πνεύμα και το υστερόγραφο της επιστολής (από άλλο χέρι): «Κυρία θεία Μακαρία [τό μοναστικό ὄνομα τῆς Μάρως]. Δέν εἶναι αὕτη πρώτη προσβολή τῆς τύχης, ὁ σκοτωμένος εἰς ἡμᾶς εἶναι πρᾶγμα συνειθισμένον καί ἕως εἰς ταύτην σου τήν ἡλικίαν ἴδες πολλά καί ὑπέμεινας, κάμε λοιπόν ὑπομονήν καί καρτεροψυχίαν καί ἡ ἰδία, καί παρηγόρει καί ταῖς ἄλλαις φαμιλίαις». Στην επιστολή του προς τη μητέρα του άλλωστε, ο 12χρονος Δημήτριος υπόσχεται να φανεί αντάξιος του πατέρα του: «... Πολυσέβασται Μῆτερ! Εὐκαιρήσας ὀλίγον κρίνω εὔλογον νά σάς γράψω ἐκτεταμένως. Ὅθεν σάς λέγω ὅτι φθάσας ἐνταῦθα ἔλαβον μεγάλας περιποιήσεις ἀπ’ ὅλους τούς φιλογενεῖς καί ἀμέσως μοί ἐπρομηθεύθη διδάσκαλος καί ἐξακολουθῶ τά μαθήματά μου διά νά γίνω ἐντελής τῆς Προπατορικῆς μας διαλέκτου, καί καθ’ ἑκάστην ἡμέραν εἰς τοῦτο ἐνασχολούμενος, τόν δέ περισσεύοντα καιρόν τόν ἐνασχολοῦμαι εἰς τήν Ἰχνογραφίαν. Μητέρα μου! δέν μένει ἄλλο παρά μόνον ὁ θεός καί ἡ Εὐχῆ σας εἰς τό νά μέ καθοδηγήσῃ εἰς τήν εὐθύαν ὀδόν καί νά ἀναφανώ ἄξιος υἱός τοῦ Μάρκου. Διότι ὁ Μακαρίτης Πατέρας μου κληρονομίαν δέν μάς ἄφησεν ἀπό χρήματα, μάς ἄφησεν ὅμως τήν κοινήν ἀγάπην καί ὑπόλειψιν ὁποῦ εἶναι οἱ μεγαλήτεροι θησαυροί τοῦ Κόσμου, καί ὁποῦ δέν ἀποκτοῦνται εἱμή μέ τήν Ἀρετήν καί Γενναιότητα. Καί μέ τήν θυσίαν τοῦ ἑαυτοῦ του ἔγινεν ἀθάνατος καί ἐπροίκησε καί ἡμᾶς μέ τήν πλέον ἔνδοξον κληρονομοίαν. Τήν ὁποῖαν ἐγώ κατά τό παρόν δέν ἀξίζω, ὅταν ὅμως συντροφευθῇ μέ τάς παρ’ ἐμοῦ ἐλπιζομένας ἐκδουλεύσεις τάς ὁποίας χρεωστῶ πρός τήν Πατρίδα μας διά νά κάμω μίαν ἡμέραν, τότε θέλει ἐξιλεύσω καί τόν Πατέρα μου καί θέλει φανῶ ἄξιος αὐτῆς τῆς κληρονομίας. Εὔχου λοιπόν Μητέρα μου ὑπέρ ἐμοῦ καί σοί ὑπόσχομαι ὥστε μίαν ἡμέραν νά ἐκδικηθῶ καί τόν θάνατον τοῦ Πατρός μου, καί μέ τό σπαθί εἰς τό χέρι νά κατασφάξω ἑκατοντάδες Ἀπίστων καί μέ τό αἵμα των νά καταβρέξω τήν Πατρικήν κόνην προσφέρωντάς το διά θυσίαν, ὁποῦ περιϊπτάμενον τό ἀθάνατον καί ἄϋλον Πνεῦμα του εὐλογήση τάς πράξεις μου...». Η παρούσα ενότητα προέρχεται πιθανώς από τη συλλογή του Ι. Α. Βαλαωρίτη, ο οποίος είχε αποκτήσει κάποια έγγραφα της συλλογής του St Hilaire, όπως προκύπτει από την εξής σημείωση στην πίσω όψη της επιστολής του Γ. Δουρούτη (κάτω από την αυτόγραφη σημείωση του St Hilaire): «Ἡ γαλλική αὐτή σημείωσις ἐγράφη ἀπό τόν διάσημον Γάλλον συγγραφέα καί φιλέλληνα marquis Queux de St Hilaire, ὡς λέγει ἡ Κυρία Ζωή Ι. Βαλαωρίτου, τῆς ὁποίας ὁ σύζυγος Ἰωάννης Ἀριστοτέλους Βαλαωρίτης εἶχεν ἀγοράσει πολλά ἔγγραφα ἐκ τῆς πωληθείσης συλλογῆς παλαιῶν ἑλληνικῶν ἐγγράφων τοῦ Marquis de St Hilaire». Για την οικογένεια του Μ. Μπότσαρη βλ. Ε. Ι. Νικολαΐδου, «Ὁ Δημήτριος Μάρκου Μπότσαρης (1814-1871) καί ἡ ἀνέκδοτη ἀλληλογραφία του μέ τόν Κυβερνήτη Καποδίστρια», Δωδώνη, τ. Β´ (1973), σ. 371-474.